Η εξουσιοδοτημένα ανεξέλεγκτη βία των μπάτσων και των αφεντικών ενάντια στην προσβολή της ιδιοκτησίας, που συνίσταται συχνά στην άσκηση εξουσίας ζωής και θανάτου, είναι η θεμελιώδης πρακτική ισχυροποίησης και επανεπιβεβαίωσης της κυριαρχίας του καπιταλιστικού δικαίου. Πρόκειται για τη διαδικασία παραγωγής της πραγμοποιημένης ανθρώπινης «γυμνής» ζωής – δηλαδή της υποβάθμισης της ιδιαιτερότητας της ανθρώπινης ζωής σε φορέα του εμπορεύματος εργασιακή δύναμη. Πρόκειται επίσης για την πράξη διαχωρισμού των προλετάριων σε αυτούς που είναι «εντός» και σε αυτούς που είναι «εκτός» του σταθεροποιημένου πλεονάζοντος πληθυσμού, δηλαδή του πληθυσμού που είναι περιττός για την αναπαραγωγή του εθνικού κοινωνικού κεφαλαίου.
Αν, ωστόσο, η βία των μπάτσων και των αφεντικών θεσπίζει και διαφυλάττει το καπιταλιστικό δίκαιο, η προλεταριακή βία το καταστρέφει. «Αν η πρώτη θέτει όρια, η δεύτερη τα καταστρέφει απεριορίστα. Αν η πρώτη απειλεί, η δεύτερη χτυπάει. Αν η πρώτη ενοχοποιεί και, ταυτόχρονα, τιμωρεί, η δεύτερη εξιλεώνει».[1] Σε κάθε περίπτωση, δεν μπορεί να δοθεί τέρμα στη βία που ισχυροποιεί και επανεπιβεβαιώνει το καπιταλιστικό δίκαιο μέσα στις αίθουσες των δικαστηρίων που το απονέμουν, παρά τις ψευδαισθήσεις που ηθελημένα διακινούν οι φιλελεύθεροι και οι αριστεροί ταυτοτικοί κύκλοι. Αντίθετα, η ρήξη του κύκλου της βίας που διαφυλάττει το δίκαιο δεν μπορεί παρά να είναι η «αναστολή του δικαίου και όλων των μορφών βίας που τελούν σε σχέση αλληλεξάρτησης με αυτό και τελικά και η ίδια η κατάργηση της κρατικής εξουσίας» [ό.π.]. Μια ρήξη που μπορεί να πραγματωθεί μόνο από την επαναστατική βία που είναι αναγκαία (αλλά όχι επαρκής) για την ανατροπή των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων και τη δημιουργία νέων κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής και επικοινωνίας.
Κρίναμε απαραίτητο να ξεκινήσουμε το δεύτερο τεύχος του Διαλυτικού με αυτές τις –όχι και τόσο αυτονόητες πια– βασικές κοινοτοπίες, καθώς αυτές οι γραμμές γράφονται μόνο λίγες μέρες μετά τη δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου. Δεν θα εστιάσουμε καθόλου στην κριτική της προπαγάνδας των media και της εκτεταμένης αναπαραγωγής της μικροϊδιοκτητικής ιδεολογίας της αυτοδικίας ενάντια στους απόβλητους προλετάριους, καθώς αυτή έχει ήδη εκφραστεί από αρκετές ομάδες και εγχειρήματα, έστω και στρεβλά. Θεωρούμε σημαντικότερη την κριτική των θέσεων που εκφράστηκαν και των αντιπαραθέσεων που προέκυψαν μέσα στις κινητοποιήσεις διαμαρτυρίας που πραγματοποιήθηκαν. Μέσα σε αυτές τις συγκρούσεις, αναδείχτηκε ξεκάθαρα ο ρόλος που παίζουν οι πολιτικές της ταυτότητας στον περιορισμό της μορφής και του περιεχομένου των αγώνων εντός της σφαίρας των δικαιωμάτων και, γενικότερα, εντός του καπιταλιστικού κράτους δικαίου. Αναδείχτηκαν, με άλλα λόγια, τα εμπόδια που θέτουν οι πολιτικές της ταυτότητας στην ανασύνθεση του προλεταριακού κινήματος για την αλλαγή της ζωής και του κόσμου. Πρόκειται, άλλωστε, για ένα ζήτημα που θίγουμε διεξοδικά τόσο στο πρώτο όσο και στο παρόν τεύχος.
Ορισμένα από τα συνθήματα που επινοήθηκαν κατά τη διάρκεια της πρώτης πορείας που οργανώθηκε άμεσα μετά από ανοιχτό κάλεσμα προς «όλους και όλες» στο Πολυτεχνείο φάνηκαν να δείχνουν προς το ξεπέρασμα των διαχωρισμών και τη συγκρότηση μιας κοινότητας αγώνα ενάντια στη βία της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας και του κράτους: «Στην Ομόνοια δεν έγινε ληστεία – μπάτσοι και αφεντικά κάναν δολοφονία», «Οργή και λύσσα για κάθε μαγαζί – τον Ζακ για πάντα θα έχουμε μαζί», «Η ιδιοκτησία σας χτίζεται με αίμα – απέναντι στ’ αφεντικά είμαστε ενωμένα». Πολύ σύντομα όμως, πολιτικές ομάδες που οργανώνονται κατά κύριο λόγο γύρω από τις ΛΟΑΤΚΙ ταυτότητες έκαναν ό,τι μπορούσαν, αφενός, για να οικειοποιηθούν, να κεφαλαιοποιήσουν πολιτικά τις κινητοποιήσεις και να κυριαρχήσουν σε αυτές και, αφετέρου, για να τις περιορίσουν εντός του πλαισίου της νομιμότητας και της ειρηνικής διαμαρτυρίας.
Αυτό εκφράστηκε στις ανοιχτές συνελεύσεις με αφορισμούς του τύπου «δεν έχουμε τίποτε κοινό μεταξύ μας και επομένως πρέπει να περιοριστούμε σε ένα μίνιμουμ» –που καθόλου τυχαία ήταν επικεντρωμένο στον δικαστικό αγώνα εναντίον του δολοφόνου– και με τοποθετήσεις σύμφωνα με τις οποίες «η [κινηματική] βία στις διαδηλώσεις είναι έκφραση της τοξικής αρρενωπότητας». Εκφράστηκε, επίσης, με καλέσματα για «καταδίκη της βίας απ’ όπου κι αν προέρχεται» μετά την πορεία της 26/9, με την αγνόηση και την εξαφάνιση μαχητικών θέσεων και διαθέσεων που εξέφρασαν, έστω και μειοψηφικά, μέλη της ΛΟΑΤΚΙ «κοινότητας». Άλλωστε, ούτε η ΛΟΑΤΚΙ «κοινότητα» είναι απαλλαγμένη από τον διαχωρισμό ανάμεσα στην ηγεσία και τη βάση, με την πρώτη, δηλαδή τις οργανωμένες ομάδες και δικτυώσεις, να διεκδικούν τον ρόλο του αποκλειστικού αντιπροσώπου των συναισθημάτων, των βιωμάτων και των διαθέσεων όλων των ατόμων που ισχυρίζονται ότι αντιπροσωπεύουν.
Ταυτόχρονα, οργανώθηκαν κλειστές συναντήσεις που είχαν ως στόχο να αποτρέψουν τη συνάντηση διαφορετικών κομματιών με τη δικαιολογία ότι τα ΛΟΑΤΚΙ άτομα «δεν νιώθουν ασφάλεια σε χώρους όπως το Πολυτεχνείο και σε κοινές δράσεις». Στην Αθήνα μια τέτοια συνάντηση κάλεσε πορεία στις 26/9 την ώρα της ανοιχτής συνέλευσης και πρωτοστάτησε στην εσωτερική καταστολή του κομματιού της πορείας που επιτέθηκε στην καπιταλιστική ιδιοκτησία κατά τη διάρκειά της. Οι δικαιολογίες για την πραγματοποίηση κλειστών συναντήσεων ήταν ανάλογες και στη Θεσσαλονίκη όπου τα πράγματα ήταν μάλλον χειρότερα: δεν καλέστηκε ποτέ ανοιχτή συνέλευση καθώς αμφισβητήθηκε η ίδια η αναγκαιότητα του ανοίγματος και της συνάντησης διαφορετικών υποκειμένων, αμφισβητήθηκε η κριτική της ιδιοκτησίας και η σχέση της με τη δολοφονία, με το επιχείρημα ότι και ΛΟΑΤΚΙ άτομα έχουν ιδιοκτησία, υπήρξε σύγκρουση για το αν τα άτομα που έχουν βιώματα παραβατικότητας ή τα ΛΟΑΤΚΙ άτομα πρέπει να έχουν μεγαλύτερο λόγο στις κινητοποιήσεις κ.ο.κ.
Το αποτέλεσμα αυτών των χειρισμών, που δεν έχουν σε τίποτα να ζηλέψουν αντίστοιχους χειρισμούς αριστερών συνδικαλιστών και άλλων πολιτικάντηδων σε διαφορετικά συγκείμενα, ήταν η υπονόμευση της όποιας δυναμικής υπήρχε για μαχητική απάντηση στη δολοφονία του Ζακ. Ένα γεγονός που αποκάλυψε τη βία που ασκείται σε όλους τους περιθωριοποιημένους προλετάριους εντός των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων μετατράπηκε σε ζήτημα που αφορά την ιδιαίτερη καταπίεση που δέχεται μια συγκεκριμένη κατηγορία, καθώς αυτό επιτρέπει τη διαχείρισή του από τις ομάδες που έχουν αναλάβει το ρόλο της αντιπροσώπευσης αυτής της επιμέρους καταπίεσης και την αξιοποίησή του μέσα στο θέαμα.
Αυτοί οι χειρισμοί δεν θα μπορούσαν, ωστόσο, να πετύχουν τίποτα αν το ανταγωνιστικό κίνημα ενάντια στο κεφάλαιο και το κράτος του δεν ήταν ήδη τόσο ανίσχυρο. Η ενίσχυση των πολιτικών του διαχωρισμού είναι ένα από τα βασικότερα συμπτώματα αυτής της αδυναμίας. Η κατάτμηση της πραγματικότητας σε ανεξάρτητα κουτάκια/σφαίρες/συστήματα καταπίεσης εκφράζεται και στον λόγο και στις πρακτικές σημαντικής μερίδας του αντιεξουσιαστικού χώρου, η οποία αποδέχεται την αξίωση των αριστερών ή φιλελεύθερων πολιτικών/συνδικαλιστικών αντιπροσώπων των επιμέρους κοινωνικών κατηγοριών να κυριαρχούν στον λόγο και στις πρακτικές των κινητοποιήσεων που ξεσπούν, γιατί έχει ενσωματώσει την πολιτική λογική τους.
* * *
Σε αντίθεση με τη μερικότητα που προωθούν οι κάθε λογής ειδικοί των καταπιέσεων το δεύτερο τεύχος του Διαλυτικού επιχειρεί και πάλι να ασκήσει ενιαία κριτική στην αλλοτριωμένη κοινωνική ζωή και τους διαχωρισμούς της. Το πρώτο κείμενο του τεύχους, με τίτλο Ενάντια σε κάθε συντηρητική επανάσταση, γράφτηκε από τον Gaspar Azzo και είναι εστιασμένο στην κριτική του εθνικισμού, δηλαδή της «ιδεολογίας υποστήριξης της καπιταλιστικής συσσώρευσης με όρους περιχαράκωσης στα πλαίσια του έθνους-κράτους». Δημοσιεύτηκε αρχικά ως προκήρυξη που μοιράστηκε στην πορεία που πραγματοποιήθηκε στην Πάτρα την 1η Μαρτίου 2018 ενάντια στον εθνικισμό, το κράτος και τον καπιταλισμό.
Το δεύτερο κείμενο, 1918-1921: Επανάσταση και αντεπανάσταση στη Γερμανία, γράφτηκε από τον coghnorti και αποτελεί μια απόπειρα διαύγασης της επαναστατικής απόπειρας των προλετάριων στη Γερμανία που ξέσπασε μέσα στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το κείμενο αναδεικνύει τη δραστηριότητα των εξεγερμένων προλετάριων που σχηματίζουν συμβούλια εργατών και στρατιωτών, παίρνουν τα όπλα και απαιτούν το τέλος του πολέμου. Ο παλιός κόσμος θα στηριχθεί σε μια πολιτική έκφραση της εργατικής τάξης που έχει πια περάσει από τη μεριά του κεφαλαίου, τη Σοσιαλδημοκρατία, η οποία καταφέρνει να οικειοποιηθεί το πρώτο ανατρεπτικό κύμα, και με κάθε μέσο, πολιτικό ή μιλιταριστικό, οργανώνει την αντεπανάσταση. Όπως, ωστόσο, δείχνει το κείμενο, κομμάτια του προλεταριάτου θα συνεχίσουν να εξεγείρονται ξανά και ξανά, δημιουργώντας νέες μορφές πάλης, προκαλώντας ρήξεις μέσα στον καπιταλιστικό χωροχρόνο, και παράγοντας νέες αντιλήψεις για το περιεχόμενο της παναστατικής ανατροπής.
Στη συνέχεια δημοσιεύεται το κείμενο του Gaspar Azzo, Κριτική στο κείμενο του Αντόρνο «Στοχασμοί πάνω στην Ταξική Θεωρία» και ορισμένα σχόλια σχετικά με την πρακτικοθεωρητική προσέγγιση της προλεταριακής ταξικής πάλης. Το κείμενο επιχειρεί μια κριτική των θέσεων του Αντόρνο πάνω στην ταξική θεωρία και, ειδικότερα, της θέσης του ότι η προλεταριακή πάλη δεν μπορεί να συνεχιστεί χωρίς την καθοδήγηση του διαχωρισμένου φορέα της πολιτικής οργάνωσης και της επαναστατικής συνείδησης, δηλαδή ενός λενινιστικού κόμματος της πρωτοπορίας και κάποιων διανοούμενων-εκπαιδευτών. Ασκείται επίσης κριτική στην αμφισβήτηση από τον Αντόρνο της ίδιας της ύπαρξης του προλεταριάτου ως τάξης από τη στιγμή που η ταξική πάλη έχει μετατραπεί σε πόλεμο συμμοριών. Απέναντι σε αυτές τις θέσεις ο Gaspar Azzo υπογραμμίζει ότι: «η χειραφέτηση του προλεταριάτου μπορεί να είναι μόνο αποτέλεσμα της δικής του αυτόνομης δραστηριότητας και εάν υπάρχει ένα πεδίο όπου μπορεί να τεθεί αυτή η δυνατότητα κατάργησης των τάξεων είναι το συγκεκριμένο καθολικό που συγκροτεί την ιστορική δυναμική της ολότητας των ταξικών σχέσεων, δηλαδή η αντιφατική κίνηση της ταξικής πάλης».
Το επόμενο κείμενο του τεύχους, με τίτλο Ο Απο-γοητευμένος Κόσμος του Αριστερού Κεϋνσιανισμού εκ των έσω, γράφτηκε από τον Παύλο Ρούφο. Πρωτοδημοσιεύτηκε στο αμερικανικό περιοδικό Brooklyn Rail τον Σεπτέμβριο του 2017 και μεταφράστηκε στα ελληνικά από τον Γιώργο Α. Τη μετάφραση επιμελήθηκε ο ίδιος ο συγγραφέας. Παρά τους πρόσφατους πανηγυρισμούς του ΣΥΡΙΖΑ για την έξοδο από τα μνημόνια, οι χαμηλοί μισθοί και τα προ–ψηφισμένα μέτρα περαιτέρω υποτίμησης τη ζωής μας διαγράφουν ένα κάθε άλλο παρά ευοίωνο μέλλον για το προλεταριάτο. Η κριτική του Παύλου Ρούφου στο βιβλίο του πρώην υπουργού οικονομικών Βαρουφάκη εστιάζει στη χρεωκοπία της αριστεράς του κεφαλαίου και στην πλήρη απεμπόληση των κεϋνσιανών λύσεων από τους τωρινούς διαχειριστές της κρίσης στην Ευρώπη.
Στη συνέχεια δημοσιεύεται το Υστερόγραφο στο κείμενο «Η κριτική των πολιτικών της ταυτότητας ως κριτική του γενικευμένου διαχωρισμού» που γράφτηκε από τη Stella Polaris και τον Shevek. Το εν λόγω υστερόγραφο προέκυψε μετά από συζητήσεις που είχαν οι συγγραφείς με συντρόφους και συντρόφισσες πάνω στο κείμενο που δημοσιεύτηκε στο πρώτο τεύχος, μέσα από τις οποίες διαπίστωσαν την ανάγκη να διευκρινίσουν περισσότερο ορισμένα σημεία των κριτικών θέσεών τους. Πρόκειται για δύο κείμενα που αποτελούν μια ενότητα και είναι αφιερωμένα στην κριτική των πολιτικών της ταυτότητας και της διαθεματικότητας από αντιεξουσιαστική κομμουνιστική σκοπιά.
Το έκτο κείμενο του τεύχους, Η επιθετική ευαισθησία, γράφτηκε από τον Παύλο Ρούφο. Πρωτοδημοσιεύτηκε στο Brooklyn Rail τον Ιούλιο του 2018 και μεταφράστηκε στα ελληνικά από τον Shevek. Τη μετάφραση επιμελήθηκε ο ίδιος ο συγγραφέας. Παίρνοντας ως αφορμή το βιβλίο της Angela Nagle Kill all Normies και την πολεμική που δέχτηκε η συγγραφέας από τους υποστηριχτές των πολιτικών της ταυτότητας, ο Παύλος Ρ. αναπτύσσει τη δική του κριτική των πολιτικών της ταυτότητας αλλά και της σύγχρονης αμερικανικής σοσιαλδημοκρατικής αριστεράς.
Το επόμενο κείμενο με τίτλο Δομή και υποκείμενο γράφτηκε από τον Perry Anderson και πρωτοδημοσιεύτηκε στο βιβλίο In the tracks of Historical Materialism που κυκλοφόρησε το 1983 από τις εκδόσεις Verso.[2] Μεταφράστηκε από τον Shevek ως μια από τις καλύτερες και πιο βαθιές κριτικές του στρουκτουραλισμού και του μεταστρουκτουραλισμού με τα εργαλεία της μαρξικής κριτικής θεωρίας. Η κριτική των εν λόγω ιδεολογιών δεν είναι μια καθαρά διανοουμενίστικη υπόθεση, δεδομένου ότι έχουν ασκήσει αξιοσημείωτη επιρροή στη σύγχρονη ταυτοτική αριστερά. Παρά τις θεωρητικές αρετές του συγγραφέα, η συντακτική ομάδα του Διαλυτικού είναι κάθετα αντίθετη προς τις τροτσκιστικές πολιτικές του θέσεις.
Το όγδοο κείμενο του τεύχους, Κριτική της πολεοδομίας – Σημείωμα για τη νέα μετάφραση της Συνταγής για μια νέα πολεοδομία, γράφτηκε από τον Shevek και παρουσιάζει την ανάπτυξη της κριτικής της καπιταλιστικής πολεοδομίας από τους καταστασιακούς ως πλευράς της ενιαίας κριτικής της καπιταλιστικής θεαματικής κοινωνίας.
Το επόμενο κείμενο του τεύχους είναι η νέα πλήρης μετάφραση της Συνταγής για μια νέα πολεοδομία του Ιβαν Στσεγκλώφ. Τη μετάφραση έκανε η Μαρία Φραγκάκη και την επιμέλεια ο Shevek. Όπως γράφει ο Shevek στο Σημείωμα, το κείμενο του Στσεγκλώφ «αποτελεί μια από τις πρώτες απόπειρες κριτικής της καπιταλιστικής πολεοδομίας και της καθημερινής ζωής μέσα στην πόλη, ένα από τα πρώτα κείμενα που έθεσε εκ νέου, μετά την περίοδο της μπολσεβίκικης και της σοσιαλδημοκρατικής αντεπανάστασης, τον επαναστατικό μετασχηματισμό της κοινωνίας ως μετασχηματισμό όλων των όψεων του κόσμου, ως μια συνολικά νέα οργάνωση του χώρου και του χρόνου, ως ξεπέρασμα της καπιταλιστικής αλλοτρίωσης και ως κυριαρχία του ανθρώπου πάνω στην ίδια του τη συνολική εμπειρία και τη δημιουργία της».
Το ποίημα του Λεωνίδα Μαρσιανού Καταγραφή Έτους ολοκληρώνει την ύλη του παρόντος τεύχους.
Αθήνα, Οκτώβριος 2018
Η συντακτική ομάδα
[1]. Β. Μπένγιαμιν, Για μια κριτική της βίας, Ελευθεριακή Κουλτούρα, 2002. (μετάφραση Λ. Μαρσιανός)
[2]. Παρόραμα: Ο τίτλος του κεφαλαίου του βιβλίου του Anderson είναι Δομή και υποκείμενο και όχι Ιστορία και υποκείμενο όπως εκ παραδρομής γράφτηκε στην έντυπη έκδοση.